- ἀίσσονται
- ἀίσσωshootpres ind mp 3rd plἀΐσσονται , ἀίσσωshootpres ind mp 3rd pl (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀίσσοντ' — ἀίσσοντα , ἀίσσω shoot pres part act neut nom/voc/acc pl ἀίσσοντα , ἀίσσω shoot pres part act masc acc sg ἀΐσσοντα , ἀίσσω shoot pres part act neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἀΐσσοντα , ἀίσσω shoot pres part act masc acc sg (epic ionic) ἀίσσοντι … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλάδος — (I) ο (AM κλάδος) βλαστός δέντρου ή θάμνου, κλαδί, κλαρί, κλώνος («ἀπὸ δὲ τῆς ἐλαίης τοὺς κλάδους γῆν πᾱσαν ἐπισχεῑν», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. καθετί που αποτελεί υποδιαίρεση ή τμήμα ενός συνόλου (α. «η γεωμετρία είναι κλάδος τών μαθηματικών», β.… … Dictionary of Greek